- ταρτάν
- το, Νάκλ. συνθετικός τάπητας που χρησιμοποιείται σε αθλητικές εγκαταστάσεις στίβου.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tartan].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τάρταν — το, Ν άκλ. μάλλινο καρό ύφασμα διαφόρων συνδυασμών σχεδίων και χρωμάτων το οποίο θεωρείται χαρακτηριστικό τών υψιπέδων τής Σκωτίας και από το οποίο κατασκευαζόταν το κιλτ, η κάπα ή η φούστα τής παραδοσιακής σκωτσέζικης ενδυμασίας και σήμερα… … Dictionary of Greek
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek